- απάρθενος
- (I)ἀπάρθενος, -ον (Α)αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.————————(II)-η, -ο1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)2. αδούλευτος, καινούργιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τού τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένοςβ) < αει-πάρθενοςκαι γ) < ευ-πάρθενος].
Dictionary of Greek. 2013.